- πέπειρος
- -α, -ον, Α1. (για καρπούς) ώριμος, γινωμένος2. το θηλ. πεπείραα) ηλικιωμένηβ) αυτή που είναι σε ηλικία γάμου3. μτφ. α) (για πρόσ.) ήπιος, μειλίχιοςβ) (για ασθένεια) αυτή που έχει φτάσει στο πιο κρίσιμο σημείο της4. φρ. «πεπειρότερον πτύελον» — πτύελο που περιέχει μεγάλη ποσότητα πύου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπειρα (ἡ) κατά τα επίθ. σε -ος, -α, -ον].
Dictionary of Greek. 2013.